- στόχασμα
- το, ΝΑ [στοχάζομαι]νεοελλ.ό,τι στοχάζεται, ό,τι σκέπτεται κανείςαρχ.1. αυτό με το οποίο σημαδεύει κανείς τον στόχο2. (κατ' επέκτ.) βέλος, ακόντιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοχάσμασιν — στόχασμα missile neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμάτιο — το, Ν [στόχασμα, άσματος] όργανο με ξύλινο κανόνα και μετρικές υποδιαιρέσεις για τοπογραφικές χωροσταθμήσεις … Dictionary of Greek